λισγάρι

λισγάρι
το , λίσγος ο лопата, заступ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λισγάρι" в других словарях:

  • λισγάρι — το (AM λισγάριον, Μ και λισγάριν και λισκάριν) σκαπτικό εργαλείο, σκαπάνη, αξίνα, σκαλιστήρι μσν. μονάδα μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού βάθους ορυγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λισγάρι(ον) < λίσγος*] …   Dictionary of Greek

  • λισγάρι — το ιού, είδος γεωργικού σκαπτικού εργαλείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλισγάριαστος — η, ο [λισγάρι] αυτός που δεν έχει ανασκαφεί με λισγάρι*, άσκαφτος …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • лыскарь — заступ, железная лопата , также ласкарь лопата , псковск. (Даль), лыскорь железная лопата , арханг. (Подв.), др. русск. лыскарь кирка, железн. лопата (Лаврентьевск. летоп.). По мнению Мелиоранского (ИОРЯС 10, 4, 124), из тюрк.: ср. казах. lesker …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ανασγαρλίζω — σκάβω με το λισγάρι, σκάβω ή ανακατώνω με τα δάχτυλα, μετατοπίζω το χώμα με τα νύχια των ποδιών, σγαρλίζω 2. μτφ. ανασκαλεύω …   Dictionary of Greek

  • λίσγαρος — λίσγαρος, ὁ (Μ) σκαπάνη, αξίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού λισγάρι(ον)*] …   Dictionary of Greek

  • πλατυλίγιστον — τὸ, Α (ενν. κηπουρικόν) πλατύ λισγάρι, είδος πλατιάς αξίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίγιστον (< λίσγιστον < λίσγον «αξίνα, σκαπάνη, σκαλιστήρι»)] …   Dictionary of Greek

  • πλατυλίσγιον — τὸ, Α [πλατυλίσγων] πλατύ λισγάρι …   Dictionary of Greek

  • πλατυλίσγων — ονος, ὁ, Α πλατύ λισγάρι, πλατύ σκαλιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίσγος* «γεωργικό εργαλείο» + επίθημα ων] …   Dictionary of Greek

  • σκαφείδιον — τὸ, Α [σκαφεῑον] 1. (υποκορ. τ. τού σκαφεῑον) μικρό λισγάρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῡ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»